- ευθείος
- εὐθεῑος, ὁ, ἡ (Μ)ο ομιλητικός, ο κοινωνικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθε- (ευθύς, γεν. ευθέ-ος) + -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εύθειος — ο(ν) (για άντρα) 1. ολοκληρωμένος, σωστός (ὅτε δὲ ὁ εὐγενικὸς Διγενὴς εἰς τὸ μέτρον ἔφθασεν τῆς αὑτοῡ ἡλικίας καὶ εἰς τοὺς ἄνδρες εὔθειος ἀνὴρ προσεγεγόνει», Διγ. Ακρ.) 2. ικανός («ἵππον εὔθειον», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθε (ευθύς, γεν.… … Dictionary of Greek
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
ՈՒՂՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0546 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 13c ա. εὑθείος, ὅρθιος rectus. Ուղիղ, ի կարգի բնութեան կամ բարոյից կամ շարժման. *Ապականեալ զուղղական ճանապարհս իւրեանց. Ագաթ.: *Որով եւ դու իսկ իմաստուն եւ խոհական՝ ի յամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՒՂՂԱՁԻԳ — ( ) NBH 2 0547 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 10c, 11c ա.մ. εὑθυτείνων recte extendens εὑθυτενής, εὑθύτονος in directum tendens, extensus εὑθείος rectus, directus. Ուղիղ ձգօղ, եւ ձգեալ. *Ուղղաձիգք, եւ հանդարտաքայլք: Լարեա՛ ուղղեա՛. քանզի ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)